ωοαποθέτης — Όργανο των θηλυκών εντόμων (κυρίως ορθόπτερα και υμενόπτερα), με το οποίο διοχετεύουν τα αβγά τους στο έδαφος ή στους ιστούς ζωικών και φυτικών οργανισμών, όπου το έμβρυο μπορεί να βρει το καταλληλότερο περιβάλλον για την ανάπτυξή του. Λέγεται… … Dictionary of Greek
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek
αερόσφυρα — Εργαλειομηχανή που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα τον οποίο διοχετεύει σε αυτήν ένας αεροσυμπιεστής. Η α. αντικατέστησε τη βαριά σφύρα ή βαριοπούλα του σιδηρουργού και του μηχανουργού. Υπάρχουν πολλοί τύποι α., ανάλογα με τις διαστάσεις και τον… … Dictionary of Greek
αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… … Dictionary of Greek
γείωση — Η διοχέτευση ηλεκτρικών φορτίων στο έδαφος. Από ηλεκτρική άποψη, η Γη μπορεί να θεωρηθεί αγωγός άπειρης χωρητικότητας, που μπορεί να λάβει κατά συνθήκη δυναμικό μηδέν. Η ιδιότητα αυτή εφαρμόζεται πραγματικά στη γ., η οποία γίνεται με αγωγούς… … Dictionary of Greek
γεωφυσική — Η επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης. Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αρχαιότερους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, γιατί τα φυσικά φαινόμενα πάντα προκαλούσαν ενδιαφέρον και δέος στον άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, η γ. εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
εκκριματοφόρος — ο αυτός που διοχετεύει το έκκριμα («εκκριματοφόρα αγγεία») … Dictionary of Greek
θερμοδιοχετευτής — ο τεχνολ. συσκευή που διοχετεύει τη θερμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + διοχετευτής (< διοχετεύω)] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek